- φιλυρίνη
- φιλύρινοςof lime woodfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλύρινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.) 2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο τής φιλύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek